- συνοπτικῶς
- συνοπτικόςseeing the whole togetheradverbial
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Музыкальная поэтика — (лат. musica poetica) термин в музыкальной теории XVI XVII веков, обозначавший музыкальную композицию (как артефакт музыкального творчества), а также технику музыкального сочинительства. Прилагательноe poetica в данном термине обозначало не… … Википедия
συνοπτικός — ή, ό / συνοπτικός, ή, όν, ΝΜΑ [σύνοπτος] 1. συγκεφαλαιωτικός, περιληπτικός 2. σύντομος, βραχύς («συνοπτικός πίνακας») νεοελλ. φρ. α) «συνοπτικά ευαγγέλια» τα τρία πρώτα ευαγγέλια τής Καινής Διαθήκης, το κατά Ματθαίον, το κατά Μάρκον και το κατά… … Dictionary of Greek